Tετάρτη, 7/9/2011. Οι Πυξ Λαξ θα
ξανασμίγαν για να τραγουδήσουν μαζί μετά από πολλά χρόνια, στη σκιά μάλιστα του
σχετικά πρόσφατου χαμού του Μάνου Ξυδούς.
Η συναυλία διαφημίστηκε και προωθήθηκε στη Θεσσαλονίκη όσο καμία άλλη. Προσωπικά τουλάχιστον δε θυμάμαι κανένα άλλο καλλιτεχνικό γεγονός στη ζωή μου να «σπρώχνεται» τόσο. Ο κόσμος τσίμπησε και πήγε. 60.000 άνθρωποι ακούστηκε την επόμενη μέρα ότι έδωσαν το παρόν, πολλοί μάλιστα γράφοντας χιλιόμετρα από διάφορες πόλεις της βόρειας Ελλάδας κυρίως.
Κάπου εκεί, μέσα στον κακό χαμό,
και αρκετή ώρα πριν αρχίσει η συναυλία έσκασα μύτη κι εγώ με την παρέα μου.
Αφού αγοράσαμε τα φελιζόλ μας, στηθήκαμε στην ουρά και μετά από αρκετή ώρα
καταφέραμε να μπούμε στο γήπεδο, να ανεβούμε στις κερκίδες λίγο πιο ψηλά από τα
ύψος των θυρών και να πιάσουμε θέσεις. Επειδή μάλιστα ήμασταν πολλά άτομα και
δε χωρούσαμε στην ίδια σειρά, αλλά και για να μπορούμε να μιλάμε όλοι μαζί, εγώ
κι ο Στέφανος καθίσαμε μία σειρά μπροστά από την υπόλοιπη παρέα.
Και κάπου εκεί συνέβη το
περιστατικό το οποίο θέλω να σας διηγηθώ. Σε άλλον μπορεί να φανεί αδιάφορο, σε
άλλον χαζό, σε άλλον κάπως ασήμαντο... Κάποιοι λιγότεροι μπορεί και να με καταλάβουν…
Μπροστά μας ακριβώς μια παρέα με
παιδιά. Μεικτή παρέα, αγόρια και κορίτσια. Απλά παιδιά με μια πρώτη ματιά, της
διπλανής πόρτας. Και περίπου συνομήλικοί μας. Σε κάποια στιγμή γυρίζει ο ένας
από αυτούς και μας ρωτάει:
-Παίδες μήπως καπνίζετε;
-Ναι, του λέει χωρίς δεύτερη
σκέψη ο Στέφανος.
-Είναι εύκολο να μου δώσεις ένα
τσιγάρο γιατί ξέμεινα;
-Φυσικά!
(Δε μπορώ να θυμηθώ αν ο Στέφανος
του είπε να πάρει και δεύτερο. Πολύ πιθανό πάντως γιατί τα συνηθίζει κάτι
τέτοια…)
Αφού ο τύπος πήρε το τσιγάρο,
σκύβει στα πόδια του, ανοίγει μια σακούλα γεμάτη με μπύρες και βγάζει δύο:
-Πάρτε να πιείτε, έχουμε πολλές.
- Όχι, ξέχασέ το! Θα μας δώσεις 2
μπύρες για ένα τσιγάρο (Ή δύο τσιγάρα. Δε θυμάμαι όπως προείπα); Δε θέλουμε,
ευχαριστούμε!
- Δεν υπάρχει περίπτωση, θα τις
πάρετε. Εμάς μας φτάνουν, ήρθαμε οργανωμένοι.
- Όχι φίλε, θα αγοράσουμε σε λίγο
αν θελήσουμε.
-Εγώ τις αφήνω εδώ, αν θέλετε
πετάξτε τες.
Και τις αφήνει στα πόδια μας…
“Ε, και;” μπορεί να σκεφτεί κάποιος. Ε και πολύ απλά δε μου έχει ξανατύχει κάτι παρόμοιο από το 2011! Κι αν σας φαίνεται υπερβολικό, προσπαθήστε να σκεφτείτε πότε ήταν η τελευταία φορά που νιώσατε εσείς να σας σκλαβώνει ένας άγνωστος. Ή πότε σκλαβώσατε εσείς έναν άγνωστο συνάνθρωπό σας με μια σας πράξη.
Φτάσαμε να ανάγουμε το αυτονόητο
σε άξιο αναφοράς και είναι πολύ κρίμα. Φτάσαμε να ζούμε ο ένας δίπλα στον άλλον
συγκυριακά. Χτίσαμε τις ζωές μας με τέτοιον τρόπο ώστε να μη χρειαζόμαστε τον
γείτονα κι ο γείτονας να μη χρειάζεται εμάς. Να μην τον νοιαζόμαστε και να μη
μας νοιάζεται. Χτίσαμε τοίχους. Τάχα για να προστατευτούμε. Από ποιον;
Ο Τάσος Λειβαδίτης είχε γράψει:
«Ο κόσμος μόνο όταν τον μοιράζεσαι υπάρχει». Αλλά πότε να διαβάσουμε Λειβαδίτη;
Πριν την Πάνια ή μετά;
60.000 κόσμος. Οι πιο πολλοί
μόνοι τους. 60.000 μόνοι τους. Το παιδί με τις μπύρες με την παρέα του. Κι εγώ,
που δε θυμάμαι καν το πρόσωπό του, να θυμάμαι ακόμα την κίνησή του. Και μάλλον
θα τη θυμάμαι για πολλά πολλά χρόνια. Γιατί ποιος ξέρει πότε θα την
ξανασυνατήσω; Γιατί είμαστε τσόγλανοι. Λες και κοστίζει πολύ να κάνουμε μια
καλή κίνηση. Λες και χάνουμε κάτι. Λες και θα φτωχύνουμε ή θα πλουτίσουμε από
δύο μπύρες ρε γαμώτο…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου