
“Βαρέθηκα να ανασταίνω και ν’ ανασταίνομαι.”
Την αγκάλιασα και τη φίλησα με πάθος. Την έσφιξα επάνω μου και τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα. Αναρωτιόμουν τι σόϊ συναίσθημα ήταν αυτό που μου φούσκωνε τα στήθια. Δεν ήταν το γνωστό ερωτικό πάθος που έβγαζα μόλις τα χείλια μου ενώνονταν με αυτά της Μυρτώς. Ήταν το γεμάτο… αγάπη! Ναι, αυτό πρέπει νάταν το συναίσθημα που ένιωθα. Ανάμικτο από αδελφικό, ερωτικό, μητρικό, πατρικό… ένα μίγμα από όλα, η αγάπη. Μ’ έπνιγε αφόρητα και μου ανέβαζε δάκρυα. Αυτός ο ζωντανός ο χωρισμός ήταν όπως μου καθότανε, ένας μισός θάνατος.